φώτισμα

φώτισμα
τό
1) прям. , перен. освещение; 2) церк, крещение; освящение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φώτισμα" в других словарях:

  • φώτισμα — phase neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φώτισμα — ίσματος, το, ΝΜΑ [φωτίζω] εκκλ. 1. μετάδοση τής θείας χάρης 2. το μυστήριο τού βαπτίσματος νεοελλ. παροχή φωτός, φωτισμός αρχ. σεληνιακή φάση …   Dictionary of Greek

  • φώτισμα — το, ατος 1. το να φωτίζει κάποιος. 2. ο φωτισμός του πνεύματος. 3. ο πνευματικός φωτισμός που γίνεται με το βάφτισμα, το βάφτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτισμάτων — φώτισμα phase neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτίσμασι — φώτισμα phase neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτίσματα — φώτισμα phase neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτίσματι — φώτισμα phase neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτίσματος — φώτισμα phase neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιοφώτισμα — το το φώτισμα τού ήλιου …   Dictionary of Greek

  • παραφώτισμα — τὸ, Μ αιρετικό βάπτισμα, παραβάπτισμα, ψεύτικο φώτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φωτίζω] …   Dictionary of Greek

  • φωτισμός — ο, ΝΜΑ [φωτίζω] παροχή φωτός νεοελλ. 1. προσαγωγή φωτός στα αντικείμενα ή στο περιβάλλον τους προκειμένου αυτά να γίνουν ορατά 2. συνεκδ. το σύνολο τών συσκευών που παράγουν φως, τών φωτιστικών σωμάτων, σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον («ο φωτισμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»